παγκάκι

παγκάκι
banc

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σαλτιμπάγκος — ο, Ν 1. ηθοποιός τής υπαίθρου, σχοινοβάτης, ακροβάτης ή θαυματοποιός 2. μτφ. άτομο που ενεργεί ευκαιριακά και επιπόλαια χωρίς να έχει σταθερές βάσεις και συγκεκριμένους στόχους, άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, απατεώνας, αγύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • (μ)πάγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. κάθισμα σε δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα κτλ.), παγκάκι. 2. μακρύ έπιπλο με συρτάρια σε καφενεία κτλ., όπου μπορεί να πιει κανείς κάτι όρθιος: Ήπια βιαστικά έναν καφέ στον (μ)πάγκο. 3. μεγάλο τραπέζι όπου δουλεύουν οι τεχνίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έδρανο — το 1. κάθισμα για δύο ή περισσότερα άτομα, καναπές, πάγκος, παγκάκι. 2. (μηχανολ.), σιδερένιο σταθερό στήριγμα, που υποβαστάζει άξονα μηχανής που περιστρέφεται, το κουζινέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισοκάθομαι — μισοκάθισα 1. κάθομαι για λίγο, βιαστικά, με την προοπτική να φύγω: Μισοκάθισα για έναν καφέ γιατί με περίμεναν στο γραφείο. 2. δεν κάθομαι άνετα: Μισοκάθισα στο παγκάκι μαζί με άλλα δύο άτομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”